λεξικολόγος

λεξικολόγος
ο, η
αυτός που ασχολείται με τη λεξικολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεξικός + -λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Νικ. Χ. Αμβράζη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λεξικολογία — η 1. η επιστήμη που εξετάζει τις λέξεις από ετυμολογική, ιστορική, σημασιολογική και συντακτική άποψη 2. πραγματεία λεξικολογικού περιεχομένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεξικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Σπυρ. Κ. Παπαγεωργίου] …   Dictionary of Greek

  • λεξικολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεξικολογία. επίρρ... λεξικολογικώς και ά με λεξικολογικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεξικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ευστάθιο Σταθόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”